ἀρχαιότατος

ἀρχαιότατος
ἀρχαῑότατος , ἀρχαῖος
from the beginning
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μουσών, λόφος — Αρχαιότατος λόφος της Αθήνας, ύψους 147 μ., που βρίσκεται ανατολικά του λόφου της Πνύκας και νοτιοδυτικά απέναντι από την Ακρόπολη. Ο λόφος αυτός είχε ονομαστεί έτσι γιατί ήταν αφιερωμένος στις Μούσες. Από παρερμηνεία θεωρήθηκε πως πήρε το όνομά… …   Dictionary of Greek

  • Τάσα πολιτισμός — Αρχαιότατος νεολιθικός πολιτισμός της Μέσης Αιγύπτου (6η 5η χιλιετία π.Χ.). Ανακαλύφθηκε πλησίον του χωριού Τάσα από τον Άγγλο αρχαιολόγο Γ. Μπράντον. Αποτελείται από οικισμούς και νεκροταφεία. Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη γεωργία κυρίως και… …   Dictionary of Greek

  • Ύαντες — Αρχαιότατος προελληνικός λαός. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα είχε σχέση με τον Κάδμο και τους Βοιωτούς. Ένα τμήμα τους εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Φωκίδα, όπου ίδρυσε την πόλη Υάμπολιν και ένα άλλο στην Αιτωλία …   Dictionary of Greek

  • δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • παμπάλαιος — η, ο (ΑΜ παμπάλαιος, ον) πάρα πολύ παλιός, παλαιότατος, αρχαιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + παλαιός] …   Dictionary of Greek

  • πανάρχαιος — η, ο ο πάρα πολύ αρχαίος, αρχαιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αρχαίος] …   Dictionary of Greek

  • παναρχαϊκός — παναρχαϊκός, ή, όν (Α) [πανάρχαιος] πανάρχαιος, αρχαιότατος …   Dictionary of Greek

  • προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… …   Dictionary of Greek

  • πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”